- βρόμος
- βρόμος1 loud noise, roaring
ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ τανυέθειρα Σεμέλα O. 2.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ τανυέθειρα Σεμέλα O. 2.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βρόμος — any loud noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
βρόμος — ο όνομα φυτού, λυκοσάρα, αγριοβρόμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόμοι — βρόμος any loud noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμον — βρόμος any loud noise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμου — βρόμος any loud noise masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμους — βρόμος any loud noise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμων — βρόμος any loud noise masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμῳ — βρόμος any loud noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρόβρομος — θηρόβρομος, ον (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτός που αναγγέλλεται με βρυχηθμούς και ουρλιάσματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βρομος (βρέμω «βρυχώμαι»), πρβλ. μεγαλό βρομος, υψί βρομος] … Dictionary of Greek
πυρίβρομος — ον, Α αυτός που βροντά στη φωτιά ή αυτός που βροντά μέσα από τη φωτιά, με τη χρήση φωτιάς («πυρίβρομος Ζεύς», Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βρομος (< βρόμος < βρέμω «ηχώ δυνατά, βροντώ»), πρβλ. βαρύ βρομος] … Dictionary of Greek